- δεντράκι
- arbuste
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
δεντράκι — το μικρό δένδρο … Dictionary of Greek
δεντράκι — το μικρό δέντρο: Φύτεψα πολλά καινούρια δενδράκια στον κήπο μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
δενδρύλλιο — το δεντράκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (υποκοριστική κατάλ.) ύλλιο(ν)* (πρβλ. αλσύλλιο, δασύλλιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου τού Σκαρλάτου Βυζαντίου] … Dictionary of Greek
λαέρτης — Μυθολογικό πρόσωπο. Βασιλιάς της Ιθάκης, πατέρας του Οδυσσέα, γιος του Αρκεισίου και της Χαλκομέδουσας. Γυναίκα του ήταν η Αντίκλεια, κόρη του Αυτολύκου, η οποία, σύμφωνα με κάποια νεότερη παράδοση, ενώ ήταν ακόμα αρραβωνιασμένη με τον Λ.,… … Dictionary of Greek
άκλωνος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει κλαδιά, κλωνιά: Το δεντράκι ήταν ακόμη άκλωνο. 2. αυτός που δε συνδέεται με κλωστή, κλωνιά: Η μηχανή δε δούλευε, γιατί το μασούρι ήταν άκλωνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δίσκελος — η, ο διχαλωτός, με δύο σκέλη: Στήριξε το λυγισμένο δεντράκι όρθιο μ’ ένα δίσκελο ξύλο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δενδρύλλιο — το μικρό δέντρο, δεντράκι: Τα Χριστούγεννα κόβονται πολλά δενδρύλλια πεύκου και έλατου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διχάλα — η 1. κάθε αντικείμενο φυσικό ή τεχνητό που καταλήγει σε δύο σκέλη: Χρησιμοποίησε μια ξύλινη διχάλα, για να στερεώσει το αδύναμο δεντράκι. 2. το γεωργικό εργαλείο δικράνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φιντάνι — το (λ. τουρκ.) 1. φυτώριο: Αγόρασα δεντράκι από φιντάνι. 2. νεαρό φυτό ιδίως για μεταφύτευση. 3. φιντανάκι (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)